ἀνάθρεψα

ἀνάθρεψα
ἀνατρέφω
bring up
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναθρεψάσαις — ἀναθρεψά̱σαις , ἀνατρέφω bring up aor part act fem dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθρεψάσης — ἀναθρεψά̱σης , ἀνατρέφω bring up aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθρέψας — ἀναθρέψᾱς , ἀνατρέφω bring up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθρέψασα — ἀναθρέψᾱσα , ἀνατρέφω bring up aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθρέψασαν — ἀναθρέψᾱσαν , ἀνατρέφω bring up aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθρέφω — ανατρέφω και αναθρέφω, ανέθρεψα και ανάθρεψα βλ. πίν. 219 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατρέφω — και αναθρέφω, ανέθρεψα και ανάθρεψα βλ. πίν. 219 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατρέφω — και αναθρέφω θρεψα, θράφηκα και θρέφτηκα, θραμμένος και θρεμμένος 1. δίνω σε ανήλικο τα μέσα να διατραφεί, να αναπτυχθεί, τον μεγαλώνω: Ανάθρεψα και τα ανίψια μου για να τα δω καλούς ανθρώπους. 2. εκπαιδεύω, μορφώνω: Ξέρει να αναθρέψει σωστά τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”